- σαπροξυλικός
- -ή, -ό, Ν1. βοτ. αυτός που είναι προϊόν αποικοδόμησης τού ξύλου λόγω τής προσβολής του από μύκητες και έντομα2. φρ. «σαπροξυλικά σύμπλοκα»βοτ. άμορφη, λιγότερο ή περισσότερο σπογγώδης, μάζα η οποία έχει προσβληθεί από πολλά ασπόνδυλα τής πανίδας τού εδάφους τα οποία επιτελούν τη διεργασία μετατροπής του σε χούμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. saproxylique (< σαπρός + ξύλο)].
Dictionary of Greek. 2013.